Εκτύπωση 

 ΗΝέα Ορεστιάδα ιδρύθηκε από 6000 περίπου Έλληνες, που αναγκάστηκαν το 1923 μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης να εγκαταλείψουν την πόλη τους, την Αδριανούπολη και κυρίως το προάστιό της το Καραγάτς και να αναζητήσουν μια νέα περιοχή για να στεγάσουν τις ζωές και τα όνειρά τους.

Η περιοχή που επέλεξαν και ίδρυσαν τη Νέα Ορεστιάδα απέχει μόλις 18 χιλιόμετρα από τη γενέτειρά τους και κατέχει μια μοναδικότητα στην ιστορία της ελληνικής προσφυγιάς: πρόκειται για μια απέραντη έκταση πεδιάδας από την οποία απουσίαζε κάθε ίχνος προηγούμενου οικισμού.

Η Νέα Ορεστιάδα είναι μια καινούρια πόλη, αλλά η ιστορία των προπροπαππούδων των σημερινών κατοίκων της φθάνει στα βάθη των αιώνων. 

Σύμφωνα με την παράδοση, ο Ορέστης, γιος του Αγαμέμνονα βασιλιά των Μυκηνών της αρχαίας Ελλάδας και της Κλυταιμνήστρας, μετά από υπόδειξη του Μαντείου των Δελφών κατευθύνθηκε προς την περιοχή που βρίσκεται σήμερα η Αδριανούπολη, για να λουστεί στη συμβολή τριών ποταμών κι έτσι να ξεπλυθεί από το φόνο της μητέρας του, που διέπραξε και να γλιτώσει από τις Ερινύες που γι' αυτό το λόγο τον καταδίωκαν. Βοηθούμενος από τους φίλους του πατέρα του έφθασε στην Αίνο, παραλιακή πόλη του Αιγαίου στις εκβολές του Έβρου ποταμού. Από εκεί, με αυτοσχέδια βάρκα και αντίθετα με τη ροή του ποταμού έπλευσε βόρεια, έως ότου συνάντησε τη συμβολή τριών ποταμών: του Έβρου, του Άρδα και του Τόντζου. Εκεί, αφού λούστηκε και θεραπεύτηκε από το αμάρτημα που τον καταδίωκε, έχτισε ναούς και ίδρυσε μια πόλη, στην οποία έδωσε το όνομά του: Ορεστιάδα.

Το 127 μ.Χ., στα χρόνια της Ρωμαϊκής κυριαρχίας, επισκέφτηκε την Ορεστιάδα ο αυτοκράτορας της Ρώμης Αδριανός, κι αφού την εξωράισε και την τείχισε, τη μετονόμασε σε Αδριανούπολη. Από τότε καθιερώθηκε η ονομασία αυτή και διατηρείται ως τις μέρες μας ακόμη κι από τους Τούρκους, στους οποίους ανήκει από το 1361, έστω κάπως παραλλαγμένη (Edirne).

Στα χρόνια της Ρωμαϊκής κυριαρχίας αλλά και έπειτα στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας η Αδριανούπολη ήταν κέντρο συγκοινωνίας, εμπορίου, βιομηχανίας και πολιτισμού. Ακόμη από τότε λειτουργούσαν ελληνικά σχολεία και εκκλησίες. Οι Έλληνες κάτοικοί της ασκούσαν κάθε γνωστό επάγγελμα. Άλλοι ήταν έμποροι και καταστηματάρχες ειδών διατροφής, ένδυσης, υπόδησης και συσκευών οικιακής χρήσης, άλλοι βιοτέχνες και εργάτες παραγωγής αυτών των ειδών, άλλοι επιχειρηματίες, χρηματιστές, τραπεζίτες και αντιπρόσωποι ξένων εταιριών. Πολλοί, βέβαια, κάτοικοι των γύρω περιοχών και των προαστίων ήταν γεωργοί και κτηνοτρόφοι.

Πέρα, όμως, από κέντρο εμπορίου και πολιτισμού, η Αδριανούπολη ήταν το στρατιωτικό προπύργιο αλλά και ορμητήριο της Κωνσταντινούπολης. Στα ισχυρότατα τείχη της εξανεμίζονταν οι επιθέσεις των εκ Δυσμών εχθρών της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, στο δε κάμπο της έλαβαν χώρα αιματηρότατες μάχες και πάντα εύκολα ή δύσκολα οι Έλληνες κάτοικοί της κατάφερναν να νικήσουν.

Το 1361, όμως, δεν άντεξε στην πίεση των Οθωμανών Τούρκων, καταλήφθηκε και αποτέλεσε την πρώτη πρωτεύουσα των Οθωμανών στην Ευρώπη. Από τότε μέχρι σήμερα βρίσκεται υπό τουρκική κατοχή. Ο ελληνισμός της Αδριανούπολης και της γύρω περιοχής θρήνησε για την πτώση της, έχοντας, όμως, ως στηρίγματα τη θύμηση του ένδοξου παρελθόντος, τη χριστιανική πίστη, τις παραδόσεις, τα ήθη και έθιμα, τους θρύλους και τα παραδοσιακά τραγούδια άντεξε την τουρκική καταπίεση και κατάφερε στα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς να διατηρήσει το εθνικό φρόνημά του. 

Πεντέμισι αιώνες μετά, η τουρκική κυριαρχία της Αδριανούπολης κλονίζεται. Κατά τους Βαλκανικούς πολέμους 1912-1913 με τη βοήθεια των Σέρβων καταλήφθηκε από τους Βουλγάρους, αλλά σύντομα ανακαταλήφθηκε από τους Τούρκους. Το 1915, με την επέμβαση της Γερμανίας, δόθηκε και πάλι στη Βουλγαρία ως αντάλλαγμα για τη βοήθεια που πρόσφερε στη Γερμανία κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Προ της λήξης του, όμως, (1917) και την ήττα της Βουλγαρίας και της Γερμανίας, περιήλθε στους Συμμάχους, αντιπάλους της Γερμανίας.

Τα επόμενα τρία χρόνια ακολούθησε ένας αγώνας ταχύτητας, νεύρων και πειθούς, ώστε να πειστούν οι Σύμμαχοι ότι στην περιοχή υπερτερούσε το ελληνικό παρά το Βουλγαρικό στοιχείο και να πράξουν αναλόγως. Τελικά, το 1920 τα ελληνικά αιτήματα υπερισχύουν και ο ελληνικός στρατός με την άδεια των Συμμάχων ελευθερώνει όλη τη δυτική Θράκη και τελικά και την Αδριανούπολη, η οποία και αποδόθηκε στους Έλληνες με τη Συνθήκη των Σεβρών (10-8-1920), όπως και όλη η Ανατολική Θράκη πλην της Κωνσταντινούπολης που έμεινε υπό Συμμαχική επίβλεψη.

Η απελευθέρωση της Αδριανούπολης συνοδεύτηκε από πανηγυρισμούς, σημαιοστολισμούς και αναστάσιμες κωδωνοκρουσίες. Οι ελεύθεροι πλέον Έλληνες δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Αμέσως άρχισε και η ελληνική διοίκηση της Αδριανούπολης και της γύρω περιοχής με τη δημιουργία ενός διοικητικού οργανισμού βασισμένου στην ελληνική νομοθεσία.

Η λευτεριά, όμως, στην Αδριανούπολη και σ' ολόκληρη την Ανατολική Θράκη κράτησε μόνο δυο χρόνια και τρεις μήνες. Τα κύματα της Μικρασιατικής στο μεταξύ Καταστροφής (1920-1922) έφθασαν μέχρι την Ανατολική Θράκη και παρέσυραν και τον εκεί ελληνισμό ίσως χωρίς λόγο.

Μετά την ήττα του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία υπογράφτηκε η ανακωχή των Μουδανιών (29-9-1922) και εν συνεχεία η Συνθήκη της Λωζάνης και μέσα στο πλαίσιό της ξεχωριστή ελληνοτουρκική συμφωνία, σύμφωνα με την οποία καθορίστηκε η ανταλλαγή των αιχμαλώτων στρατιωτών αλλά και η ανταλλαγή του άμαχου πληθυσμού εκατέρωθεν: των Ελλήνων χριστιανών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και των Μουσουλμάνων της Ελλάδας. Εξαιρέθηκαν οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου και οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.